- πολύχωρος
- πολύχωροςspaciousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύχωρος — η, ο / πολύχωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά 2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος 3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
πολυχωρότατον — πολύχωρος spacious masc acc superl sg πολύχωρος spacious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχωρον — πολύχωρος spacious masc/fem acc sg πολύχωρος spacious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχωροτάτη — πολύχωρος spacious fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχωρότερα — πολύχωρος spacious neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχώρου — πολύχωρος spacious masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχώρων — πολύχωρος spacious masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχώρῳ — πολύχωρος spacious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχωρα — πολύχωρος spacious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… … Dictionary of Greek